πατριαρχείο — το πατριαρχεῑον, ΝΜ [πατριάρχης] 1. το οίκημα που αποτελεί την κατοικία και την έδρα τού πατριάρχη 2. η θρησκευτική εξουσία τού πατριάρχη 3. η οργάνωση που απαιτείται για την άσκηση τής πατριαρχικής εξουσίας 4. καθένας από τους τέσσερεις… … Dictionary of Greek
Ιεροσολύμων, Πατριαρχείο — Πατριαρχείο της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, με έδρα τα Ιεροσόλυμα (Ιερουσαλήμ). Ως μητέρατων Εκκλησιών, η Ιερουσαλήμ ήταν δεδομένο εξαρχής ότι θα έπαιζε σημαντικότατο ρόλο στην ανάπτυξη και στην οργάνωση της χριστιανικής Εκκλησίας στο σύνολό της.… … Dictionary of Greek
Οικουμενικό Πατριαρχείο — Η έδρα του οικουμενικού πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη, αρχηγού της Ορθοδοξίας και προκαθήμενου των πατριαρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ονομάζεται και Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως καθώς και Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία. Το Ο.Π.… … Dictionary of Greek
Γεωργίας, Πατριαρχείο — Η Εκκλησία της Γεωργίας (Ιβηρίας) ιδρύθηκε κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους από τον απόστολο Ανδρέα. Τον 5ο αι. αναγνωρίστηκε ως αυτοκέφαλη από το Πατριαρχείο Αντιοχείας, προνόμιο που της αφαιρέθηκε το 1811, αντικανονικά, από τον τότε… … Dictionary of Greek
Βουλγαρίας, Πατριαρχείο — Η Εκκλησία της Βουλγαρίας ανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη το 1945 με την έκδοση σχετικού συνοδικού τόμου του οικουμενικού πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ενώ το 1953 με νεότερο συνοδικό τόμο ανυψώθηκε σε πατριαρχείο. Στη δικαιοδοσία του υπάγονται 3.250… … Dictionary of Greek
Κωνσταντινουπόλεως, Πατριαρχείο — Βλ. λ. Οικουμενικό Πατριαρχείο … Dictionary of Greek
Αλεξάνδρειας, Πατριαρχείο — Ένα από τα αρχαιότερα πρεσβυγενή πατριαρχεία. Ο χριστιανισμός διαδόθηκε πολύ νωρίς στην Αίγυπτο και η ίδρυση της Εκκλησίας της Α. ανάγεται στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Πρώτος επίσκοπος Α., σύμφωνα με την παράδοση, ήταν ο Ευαγγελιστής… … Dictionary of Greek
πατριάρχης — Ο αρχηγός της πατριάς, όνομα που στην Παλαιά Διαθήκη αποδίδεται στους απώτερους προπάτορες των Εβραίων. Οι π. εκείνοι διακρίνονται σε προκατακλυσμιαίους (από τον Αδάμ έως το Νώε, δέκα συνολικά) και σε μετακατακλυσμιαίους (από τον Σημ, γιο του Νώε … Dictionary of Greek
φανάρι — I Ιστορική συνοικία της Κωνσταντινούπολης, όπου εδρεύει από το 1603 το οικουμενικό πατριαρχείο. Βρίσκεται στη νότια παραλία του Κεράτιου κόλπου και ονομάστηκε έτσι από τον φάρο που υπήρχε στη βασιλική αποβάθρα. Τριγυριζόταν από τείχος, στα ΒΔ του … Dictionary of Greek
Αντιόχεια — I (τουρκ. Antakya).Πόλη (151.500 κάτ. το 2002) της νότιας Τουρκίας, κοντά στα σύνορα με τη Συρία, πρωτεύουσα της επαρχίας Χατάι (5.403 τ. χλμ., 1.297.000 κάτ. το 2002). Χτισμένη στον ποταμό Ορόντη, περίπου 30 χλμ. από τη Μεσόγειο, σε μια εύφορη… … Dictionary of Greek